-
1 итальянец
-
2 итальянка
ж; м - итальянецη Ιταλίδα -
3 итальянка
итальян||каж ἡ 'Ιταλίδα \итальянкаский поил. Ιταλικός. -
4 итальянка
[ιταλγιάνκα] ουσ. θ. Ιταλίδα -
5 итальянка
[ιταλγιάνκα] ουσ θ Ιταλίδα
См. также в других словарях:
Ιταλίδα — η (ΑΜ Ἰταλίς) [Ιταλός] θηλ. τού Ιταλός* αρχ. 1. η Ιταλία 2. η περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι αγώνες που ονομάζονταν «Ιταλικά» … Dictionary of Greek
Αγκάτσι, Ρόζα — (Rosa Αgazzi, Βολόγκο Κρεμόνα 1866 – 1951). Ιταλίδα παιδαγωγός. Εφάρμοσε νέα μέθοδο εργασίας στα ιδρύματα προσχολικής ηλικίας, με βασική επιδίωξη την κοινωνική ολοκλήρωση του παιδιού. Η Ιταλίδα παιδαγωγός Ρόζα Αγκάτσι … Dictionary of Greek
Λολομπριτζίντα, Τζίνα — (Gina Lollobrigida, Ιταλία 1927 –). Ιταλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε γλυπτική και ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 την προσέλκυσε η ηθοποιία, οπότε και εμφανίστηκε σε μερικά φιλμ … Dictionary of Greek
Μανιάνι, Άννα — (Anna Magnani, Ρώμη 1908 – 1973). Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σύμφωνα με μια μάλλον επινοημένη φήμη, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής από τον άγνωστο πατέρα της. Ανατράφηκε από τη γιαγιά της σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης.… … Dictionary of Greek
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
Ντελέντα, Γκράτσια — (Grazia Deledda, 1871 – 1936). Ιταλίδα μυθιστοριογράφος. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της έζησε στη γενέτειρά της, στο Νουόρο της Σαρδηνίας. Το 1890 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και άρχισε να γράφει από πολύ μικρή. Χάρη στην πρωτοτυπία και τον αυθορμητισμό … Dictionary of Greek
Πάτι, Αντελίνα — (Patti, Adelina, Ισπανία 1843 – Αγγλία 1919). Ιταλίδα υψίφωνος. Κόρη του τενόρου Σαλβατόρε Π. και της υψιφώνου Κατερίνας Μπαΐλι. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1859 στη Νέα Υόρκη και πολύ σύντομα επισκίασε όλες τις συναδέλφους της. Είχε φωνή… … Dictionary of Greek
Σεράο, Ματθίλδη — (Serao). Ιταλίδα μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος (Πάτρα 1856 Νεάπολη 1927). Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε μια επιτυχέστατη σταδιοδρομία σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 1884 παντρεύτηκε τον Εντοάρντο Σκαρφόλιο, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Ιταλός — Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης των Ιταλών. Αναφέρεται στους Νόστους και στην Τηλεγόνεια ως γιος της Πηνελόπης και του Τηλέγονου. Σύμφωνα με τον Αντίγονο τον Συρακούσιο, ο Ι. ήταν ηγεμόνας του νότιου τμήματος της Καλαβρίας. Άλλοι μύθοι αναφέρουν πως … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek